βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… … Dictionary of Greek
βοηθώ — βοηθάω / βοηθώ, βοήθησα και βόηθησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βοηθώ — ησα, ήθηκα, βοηθημένος, συμπαραστέκομαι, δίνω βοήθεια, συντρέχω κάποιον: Πάντα βοηθάει στις δουλειές του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βοηθῶ — Βοηθός hasting to the cry for help masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηθῷ — Βοηθός hasting to the cry for help masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθῷ — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοηθώ — Βοηθός hasting to the cry for help masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοηθώ — βοηθός hasting to the cry for help masc/fem/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βοήθῳ — Βόηθος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγιουτάρω — βοηθώ, ενισχύω κάποιον υλικά ή ηθικά (κν. συντρέχω). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. aiutare (= βοηθώ)] … Dictionary of Greek